DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
konsolidéring n ~en ~ar
account. ενοποίηση; ενοποίηση επιχειρήσεων
law ενημερωτική κωδικοποίηση
life.sc., el. συνίζησις
transp., construct. καθίζηση; στερεοποίηση
konsolidering
: 1 phrase in 1 subject
Law1