DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konsól [-sål´ el. -så´l] n ~en ~er
gen. πρόβολος δοκός
comp., MS κονσόλα f
construct. φουρούσι; κενόν; πρόβολος; φουρουσάκι; κοντός πρόβολος
forestr. βραχίονας f; υποστήριγμα f
IT, el. χειριστήριο m