DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konsisténs [-en´s] n ~en ~er
chem. ικανότητα κάλυψης ανωμαλιών
IT μερική ορθότητα
IT, dat.proc. αποδειξιμότητα f
life.sc., agric. συνεκτικότης εδάφους
stat. συνέπεια m
transp. συνεκτικότητα f; συνοχή