DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konkurréns [-en´s el. -aŋ´s] n ~en ~er
econ. ανταγωνισμός m
environ. ανταγωνιστικότητα f
law άμιλλα f; αναμέτρηση; διαγωνισμός m
konkurréns biologisk [-en´s el. -aŋ´s] n
environ. αγώνας για επιβίωση; βιολογικός ανταγωνισμός/αγώνας για επιβίωση