DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konfiguratión n ~en ~er
comp., MS εγκατάσταση; ρύθμιση; ρυθμίσεις
el. συνδεσμολογία; σύνδεση
IT, tech. διάρθρωση; διάταξη; συγκρότηση; σύνθεση
life.sc., chem. διάταξη ατόμων στο μόριο
math. διαμόρφωση
stat. δειγματοληψία πλέγματος