DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konditionéring n ~en
agric., industr., construct. ξήρανσις; ισορρόπισις υγρασίας ξύλου
el. προετοιμασία f; συνθηκοθέτηση
market., fish.farm. φινίρισμα