DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
konditión n ~en ~er
el. φυσικό ταίριασμα
forestr. κατάσταση αγαθών
work.fl. κατάσταση διατήρησης; κατάσταση συντήρησης
work.fl., IT, social.sc. κατάσταση; θέση