DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kondensor [-den`s-] n ~n ~er [-o´r-]
coal., met. προ-ψύκτης
earth.sc. ψυκτήρας f
el. συμπυκνωτήρας f; συμπυκνωτής; ψυγείο m
food.ind. οδιοειδής συμπυκνωτής
tech., industr., construct. συμπυκνωτής-υλικού στο τμήμα ανοικτικών καθαριστικών