DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
koncessión [-se∫o´n] n ~en ~er
environ. εκχώρηση; παραχώρηση
law σύμβαση παραχώρησης
law, agric. εκχώρησις δάσους; εκχώρησις ξυλείας