DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
koncernredovisning n ~en ~ar
account. ενοποιημένοι ετήσιοι λογαριασμοί; ενοποίηση; ενοποιημένοι λογαριασμοί
econ. ενοποιημένος λογαριασμός