DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
koncentratión n ~en ~er
agric., chem. συμπύκνωση
earth.sc., life.sc. συγκέντρωσις m
econ. πράξη συγκέντρωσης
environ. εμπλουτισμός m; συγκέντρωση/συμπύκνωση
math. συγκέντρωση
stat. συγκέντρωση