DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
komprimering n ~en ~ar
comp., MS συμπίεση
environ. συμπίεση απορριμμάτων; συμπίεση στερεών αποβλήτων
IT, dat.proc. τρόπος συμπίεσης; σύμπτυξη m; μέγεθος συμπίεσης