DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kompression [-pre∫o´n] n ~en ~er
comp., MS βύθιση έντασης (ducking)
environ. συμπίεση
IT, dat.proc. μέγεθος συμπίεσης; τρόπος συμπίεσης; σύμπτυξη m
life.sc., coal. σύνθλιψη
stat., commun., scient. συστολή
 Swedish thesaurus
kompression [-pre∫o´n] n ~en ~er
comp., MS Ducking