DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kompréssor [-pres`-] n ~n ~er [-o´r-]
el. συστολέας f
environ. συμπιεστής m
industr. μηχανοκίνητος αεροσυμπιεστής
mun.plan., earth.sc. φυσητήρας f
transp. αεροσυμπιεστής
kompressorer n
forestr. συμπιεστής m