DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
komponént [-en´t] n ~en ~er
chem. συστατικό m
comp., MS στοιχείο λύσης; στοιχείο m
environ., el. ηλεκτρονικό στοιχείο; διάταξη; ηλεκτρονικό εξάρτημα
forestr. μέρος συνόλου; εξάρτημα f
IT, el. συνιστώσα f
mech.eng. μηχανικό όργανο; μηχανικό κομμάτι
transp., avia. συστατικό μέρος; συστατικό στοιχείο