DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kompeténs [-en´s] n ~en ~er
comp., MS προσόν
forestr. επάρκεια m
lab.law. ικανότητα f
law αρμοδιότητα f
law, lab.law. εξειδικευμένη γνώση
life.sc. προσληπτικότητα f
social.sc., ed. δεξιότητες f