DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kompatibilitet [-ite´t] n ~en
agric. βοτανική συγγένεια
commun., transp., energ.ind. διαλειτουργικότητα f
comp., MS συμβατότητα f
el. συμβατά βύσματα; ταίριασμα f