DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kompaktion n
environ. συμπύκνωση του εδάφους; καθίζηση εδάφους; καθίζηση του εδάφους; υποχώρηση; κατάρρευση/υποχώρηση/καταβύθιση/καθίζηση/πύκνωση
life.sc., el. πύκνωση