DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kommutàtor [-a`t-] n ~n ~er [-o´r-]
gen. κομμυτατέρκν; συλλέκτης,μεταγωγός,διακόπτης αναστροφής
el. χωροχρονική μήτρα μεταγωγής
mech.eng., el. συλλέκτης m