DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kommún [-mu´n] n ~en ~er
econ. δήμοι και κοινότητες
environ. κομητεία m (περιφέρεια); δήμος m; δημαρχία m; δήμος/δημαρχία m
law κοινότητα f
stat., environ. κομητεία περιφέρεια