DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kommissionä́r [-ä´r] n ~en ~er
econ. παραγγελιοδόχος m
fin. χρηματοδότης m
law μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Επίτροπος m; ευρωεπίτροπος; ευρωπαίος επίτροπος; μέλος της Επιτροπής; μέλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
market. εντολοδόχοι m; παραγγελιοδόχοι