DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kollèktor [-lek`t-] n ~n ~er [-o´r-]
commun., el. απαγωγός; υποδοχή; φρεάτιο m
earth.sc. συλλογέας
el. συλλέκτης m; πλάκα συλλέκτη
mech.eng. μοχλοβραχίονας συλλογικού βήματος; μοχλός συλλογικού βήματος