DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kolláps [-lap´s] n ~en ~er
gen. κατάρρευση; κατακερματισμός δομής βλήματος
coal. καταβύθιση; κατάπτωση
industr., construct. ρίκνωσις
life.sc., el. καταβÙθιση; συνíζηση
med. σύμπτωση; σύμπτωσις των τοιχωμάτων ενός οργάνου