DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kohórt [kohårt´] n ~en ~er
health., agric. γενιά f; κλάση
math. κοορτή
stat. κοόρτη; στατιστική γενεά; ομάδα ατόμων που έζησαν μαζί ένα γεγονός; ομάδα πληθυσμού; κοορτή