DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kod [kå´d] n ~en ~er
comp., MS διακριτικό, κωδικός ανανέωσης χρόνου; κωδικός πληρωμής
environ. κώδικας; κωδικός m
transp., avia. κωδικός προσδιορισμού πτήσεως
work.fl., IT αριθμικός κωδικός; κλειδί; κώδικας δεδομένων