DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kòrtslutning n ~en ~ar
el. βραχυκυκλωμένος τερματισμός; τοποθέτηση αντίστασης βραχυκυκλώματος
stat., el. βραχυκύκλωμα f
kortslutning
: 1 phrase in 1 subject
Technology1