DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kòrt [kort´] n ~et; pl. ~
gen. εισιτήριο επικοινωνίας; σύντομα f; σύντομος
agric. φευγαλέος
comp., MS προσαρμογέας f; κάρτα m
fin. ακάλυπτος; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου
IT σήμα αναγνώρισης
IT, el. πλακέτα f
life.sc. πινακίδιο
mater.sc., chem. λιγνό; ψιλό
work.fl., IT δελτίο m
kort
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1