DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kòrn n ~et; pl. ~
earth.sc., agric. Κόκκος θρόμβος
econ. κριθάρι
environ. σπόρος m; κόκκος m; σπόρος/κόκκος m
life.sc., agric. κριθάρι (Hordeum vulgare)