DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kòppling n ~en ~ar
comp., MS συνεργασία f
earth.sc., mech.eng. σύζευξη αξόνων; επαγώγιμο,βαλβίδα,εφαρμογή
el. καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης; τρόπος κίνησης; σύζευξη; συνδεσμολογία; σύνδεση; ένωση
industr., construct. σύνδεση δύο μερών
mater.sc. κοχλιωτός σύνδεσμος πυροσβεστικών σωλήνων
mech.eng. χιτώνιο συνδέσμου
med. συνένωση γονιδίων; σύνδεσμος γονιδίων
stat. σύνδεσμος
stat., IT σύγχισις παραγόντων κατατάξεως
transp., industr. συμπλέκτης
work.fl., IT είδια σύζευξη
kopplingar n
earth.sc., mech.eng. σύνδεσμοι m; συνδέσεις m