DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kòn n ~en ~er
chem. κώνος m
forestr. ανάχωμα f; αναβαθμίδα f
kö̀ [kö´] n ~n ~er
commun. πεδίο αναμονής
commun., transp. σειρά αναμονής
comp., MS ουρά f
IT ουρά αναμονής
math. γραμμή αναμονής
stat. Ουρά f; γραμμή αναμονής
kò n ~n ~r
econ. αγελάδα f
mamm. βόδι (taurus, Bos taurus (primigenius))
köns- n
social.sc. κοινωνικό φύλο
kön n ~et; pl. ~
social.sc. φύλο