DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kòlv [kål´v] n ~en ~ar
chem. φιάλη
econ., stat., el. γυάλα f
el. έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμα
forestr. πιστόνι; έμβολο m
met., mech.eng. έμβολο έγχυσης
nat.res. σπάδιξ (spadix)