DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
knùtpunkt n ~en ~er
commun., IT σημείο διασύνδεσης; σημεία διασύνδεσης
comp., MS σημείο σύνδεσης
el. κόμβος m
IT, dat.proc. δεσμός m; σύνδεσμος