DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
knàpp n ~en ~ar
gen. αδύνατος
comp., MS πλήκτρο m; κουμπί; Κουμπί αναζήτησης
earth.sc., el. κεφαλή πλήκτρου επαφής
el. κομβίο
knä̀pp n ~et; pl. ~
el. κλικ; ποπ m
knàppast adj.
gen. δύσκολα
knapp
: 3 phrases in 1 subject
Law3