DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
knöl n ~en ~ar
agric. βλαστοκόνδυλος m; κόνδυλος m
life.sc., nat.res., agric. βολβίδιο m; κορμός m; κόρμος m
knöl- n
nat.sc. κονδυλώδης