DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
knä̀ckning n ~en
mater.sc., construct. στρέβλωση m; κάμψη; κύρτωση
mater.sc., met. φαινόμενο λυγισμού
transp., mater.sc. λυγισμός; καταπόνηση σε λυγισμό