DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kluster [klus´ter] n klustret; pl. ~, best. pl. klustren
comp., MS σύμπλεγμα
IT συστάδα m
math. ομάδα ή συστάδα
med. συρροή; συρροή κρουσμάτων; συρροή περιστατικών
stat. ομάδα ή συστάδα
kluster
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1