DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
klistermaskin n
tech., industr., construct. κολλαρίστρα από ρόλο σε ρόλο; κολλαρίστρα f; κολλαρίστρα από το ρόλο της διάστρας στο ρόλο του αργαλειού