DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
klinker [kliŋ´ker] n ~n; pl. ~ hellre än ~s
construct. πλακίδιο δαπέδου; κλίνκερ; σκωρία f
industr. πλακίδιο ημιπορσελάνης
industr., construct. υπέροπτοι σκληραί οπτόπλινθοι