DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
klimax [kli´m-] n ~en ~ar
environ. καταληκτική κατάσταση; κλίμακα; κορύφωση; οργασμός m; καταληκτική κατάσταση/κλίμακα/κορύφωση/οργασμός
nat.sc. καταληκτική κοινότητα
nat.sc., life.sc. καταληκτικός m; κλίμαξ m