DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
klìppa n ~n klippor
gen. αποκόπτω; βράχος m
environ. κρημνός m
industr., construct., met. κόψιμο με ψαλίδι; αποκοπή
met. διαμελίζω; κόβω χωρίς απόβλητα
met., mech.eng. διατέμνω
stat. σκληρό ψαλίδισμα
klìppa begränsa n
math. σκληρό ψαλίδισμα (περιορισμός)
klippa
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1