DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
klìbbighet n ~en
environ. γλοιότητα f
industr., construct. συγκόλληση στιγμής
transp. συγκολλητική ικανότητα; δύναμη συσσωμάτωσης
transp., tech., law κολλητικότητα f