DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
klassificéring n ~en ~ar
commun., IT συσταδοποίηση
comp., MS αξιολόγηση
econ. ταξινόμηση
environ. κατηγοριοποίηση
pharma., environ. διαβάθμιση; κατάταξη
work.fl., IT διευθέτηση
klassificering
: 1 phrase in 1 subject
Physical sciences1