DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
klaff n ~en ~ar
commun., construct. βραχίονας f
mater.sc. περσίδα; χώρισμα f
transp. πτερύγιο υπεραντωτικής διάταξης
klaffar v ~de ~t
transp. πτερύγια καμπυλότητας πτέρυγας