DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
klack n ~en ~ar
agric. κατώτερο άκρο του μοσχεύματος; οπλή του μοσχεύματος
chem. προεξοχή
construct. κενόν; κοντός πρόβολος; φουρουσάκι
klä̀ckas v
agric. εκκολάπτω
klack
: 1 phrase in 1 subject
Finances1