DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
klàgomål n ~et; pl. ~
gen. προσαπτόμενα f; προσαπτόμενες πράξεις; παράπονο m; μήνυση
law, econ., commer. καταγγελία f
law, interntl.trade. καταγγελία' μήνυση