DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kil n ~en ~ar
agric., industr., construct. τάκος; σφην; σφην,κλεις
construct. συναρμογή; σφήνα στοιχείου αγκυρώσεως προεντάσεως; ζεύγος σφηνών για σταδιακή αφαψίδωση
earth.sc., mech.eng. διαχωριστήρας f
fin. γωνία f
mech.eng. εγκάρσια σφήνα; διαμήκης σφήνα; συνήθης σφήνα; κεκλιμένη σφήνα; γωνιά f
mech.eng., construct. σφήνα f
met. κλειδί
met., mech.eng. παραμένον υλικό μετά την εκκένωση της δεξαμενής
kil
: 2 phrases in 1 subject
Finances2