DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
kèdjor n
forestr. αντιολισθητικές αλυσίδες
kèdja [çe`dja el. çä`dja] v
math. αλυσίδα
stat. αλυσίδα
work.fl., commun. αναλυτικό λήμμα
kedjande v
fin., econ., account. αλυσιδωτή σύνδεση