DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kassaflöde n ~t ~n
comp., MS ταμειακή ροή
fin. έλλειμμα των ταμειακών διαθεσίμων; συνολικό ποσοστό αυτοχρηματοδότησης; ταμειακά διαθέσιμα; χρηματορροή