DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kassabehållning n ~en
account. κατάσταση ταμείου; ταμειακή κατάσταση
econ., agric. ταμειακά διαθέσιμα
fin. χρηματικοί πόροι; μετρητά f; μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο; πόροι σε μετρητά; ταμείο m; χρήμα
kassabehållning
: 1 phrase in 1 subject
Finances1