DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kardel [-e´l] n ~en ~er
fish.farm. συρμάτινο έμβολο; συρμάτινο έμπουλο; συρμάτινος κλώνος; έμβολο m; δευτερεύον έμβολο; έμβολο σχοινιού; έμπουλο
IT περίβλημα δέσμης καλωδίων
IT, el. κλώνος m; πλεξούδα
tech., industr., construct. αδελφωμένο νήμα
kardel
: 1 phrase in 1 subject
Finances1